γκρίν(ι)α

γκρίν(ι)α
η
1) нытьё, хныканье; 2) брюзжание, ворчанье; ропот; 3) придирка; ссоры, грызня;

τρώγω κάποιον με τη γκρίν(ι)α μου — есть поедом кого-л.;

§ η φτώχεια φέρνει (τη) γκρίν(ι)α — посл, где бедность, там нелады


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γκρίν(ι)α" в других словарях:

  • Γκριν, Γκράχαμ — (Graham Greene, Χέρφορντσαϊντ 1904 – 1991). Άγγλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στο έργο του πραγματεύεται, συχνά με την τεχνική των θρίλερ, μερικά θέματα προσφιλή στον χριστιανικό υπαρξισμό. Ο Γ. στράφηκε προς τον καθολικισμό… …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Ζιλιέν — (Julien Green, 1900 – 1998).Γάλλος συγγραφέας και ακαδημαϊκός, αμερικανικής καταγωγής. Στα αφηγήματά του, που διέπονται από έναν μελαγχολικό τόνο και μία απαισιόδοξη διάθεση, αποτυπώνεται με αδρό και πρωτότυπο τρόπο η έντονη μεταφυσική αγωνία του …   Dictionary of Greek

  • Γκριν — (Green).Ονομασία ποταμών των ΗΠΑ. 1. Στο Γουαϊόμινγκ και στη Γιούτα, δεξιός παραπόταμος (1.180 χλμ.) του Κολοράντο. Έχει λεκάνη 116.500 τ. χλμ. Οι πηγές του βρίσκονται στο δυτικό τμήμα της οροσειράς Γουίντ Ρίβερ. Στην πορεία του, περνά μέσα από… …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Αλεξάντρ — (Aleksandr Grin, Βιάτκα 1880 – Στάρι Κριμ 1932). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς Γκρινέφσκι. Ήταν γιος ενός εξόριστου μετά την Πολωνική επανάσταση του 1863, ο οποίος έζησε από τα παιδικά του ακόμα χρόνια μια ζωή όλο …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Ρόμπερτ — (Robert Greene, Νόργουιτς 1558 – Λονδίνο 1592). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Αφού σπούδασε στο κολέγιο Σεν Τζον του Κέιμπριτζ, έκανε ένα ταξίδι στην Ευρώπη που διήρκεσε δύο χρόνια. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του μέσα σε λίγα… …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Τζορτζ — (George Green, Νότιγχαμ 1793 – 1841).Άγγλος μαθηματικός. Για πολλά χρόνια ήταν αυτοδίδακτος· μόλις το 1837 πήρε πτυχίο μαθηματικών από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου άρχισε τις σπουδές του σε ηλικία 40 ετών. Στο έργο του Δοκίμιο στην… …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Τόμας Χιλ — (Thomas Hill Green, Μπέρκιν, Γιόρκσαϊρ 1836 – Οξφόρδη 1882).Άγγλος φιλόσοφος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του αγγλικού νεοεγελιανισμού. Η γνωσιολογική θεωρία του, που τονίζει τον ενεργό …   Dictionary of Greek

  • Μπάλντουνγκ, Χανς, ο επιλεγόμενος Γκριν — (Hans Baldung Grien, Βάιρσχαϊμ 1484 – Στρασβούργο 1545). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Ανήκε στην ομάδα των Γερμανών ζωγράφων του 16ου αι. που όχι μόνο ήταν άριστοι τεχνίτες, αλλά και εξέφρασαν με την οξύτητα του ύφους τους την πολιτιστική και… …   Dictionary of Greek

  • Γουισκόνσιν — (Wisconsin). Ομόσπονδη πολιτεία (141.712 τ. χλμ., 5.440.290 κάτ. το 2002) των βόρειων ΗΠΑ, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Βρέχεται Β από τη λίμνη Σαπίριορ και Α από τη λίμνη Μίσιγκαν· συνορεύει με τις πολιτείες Μίσιγκαν στα Β, Μινεσότα στα Δ,… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βερμόντ — (Vermont). Πολιτεία (24.887 τ. χλμ., 613.090 κάτ. το 2001) του βορειοανατολικού τμήματος των ΗΠΑ. Συνορεύει με τον Καναδά στα Β, και με τις πολιτείες του Νιου Χαμσάιρ στα Α, της Μασαχουσέτης στα Ν και της Νέας Υόρκης στα Δ. Πρωτεύουσα της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»